Jump to content

αποδοτέος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποδοτέος (apodotéosm (feminine ήη)

  1. attributable, imputable

Declension

[edit]
Declension of αποδοτέος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδοτέος (apodotéos) αποδοτέα (apodotéa) αποδοτέο (apodotéo) αποδοτέοι (apodotéoi) αποδοτέες (apodotées) αποδοτέα (apodotéa)
genitive αποδοτέου (apodotéou) αποδοτέας (apodotéas) αποδοτέου (apodotéou) αποδοτέων (apodotéon) αποδοτέων (apodotéon) αποδοτέων (apodotéon)
accusative αποδοτέο (apodotéo) αποδοτέα (apodotéa) αποδοτέο (apodotéo) αποδοτέους (apodotéous) αποδοτέες (apodotées) αποδοτέα (apodotéa)
vocative αποδοτέε (apodotée) αποδοτέα (apodotéa) αποδοτέο (apodotéo) αποδοτέοι (apodotéoi) αποδοτέες (apodotées) αποδοτέα (apodotéa)
[edit]