Jump to content

αποδοκιμασία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποδοκιμασία (apodokimasíaf (plural αποδοκιμασίες)

  1. disapproval
  2. deprecation

Declension

[edit]
Declension of αποδοκιμασία
singular plural
nominative αποδοκιμασία (apodokimasía) αποδοκιμασίες (apodokimasíes)
genitive αποδοκιμασίας (apodokimasías) αποδοκιμασιών (apodokimasión)
accusative αποδοκιμασία (apodokimasía) αποδοκιμασίες (apodokimasíes)
vocative αποδοκιμασία (apodokimasía) αποδοκιμασίες (apodokimasíes)
[edit]