Jump to content

αποδιοργάνωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποδιοργάνωση (apodiorgánosif (plural αποδιοργανώσεις)

  1. disorganisation (UK), disorganization (US)
  2. disruption

Declension

[edit]
Declension of αποδιοργάνωση
singular plural
nominative αποδιοργάνωση (apodiorgánosi) αποδιοργανώσεις (apodiorganóseis)
genitive αποδιοργάνωσης (apodiorgánosis) αποδιοργανώσεων (apodiorganóseon)
accusative αποδιοργάνωση (apodiorgánosi) αποδιοργανώσεις (apodiorganóseis)
vocative αποδιοργάνωση (apodiorgánosi) αποδιοργανώσεις (apodiorganóseis)

Older or formal genitive singular: αποδιοργανώσεως (apodiorganóseos)

[edit]