Jump to content

αποδιάρθρωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποδιάρθρωση (apodiárthrosif (plural αποδιαρθρώσεις)

  1. disarticulation
  2. deconstruction

Declension

[edit]
Declension of αποδιάρθρωση
singular plural
nominative αποδιάρθρωση (apodiárthrosi) αποδιαρθρώσεις (apodiarthróseis)
genitive αποδιάρθρωσης (apodiárthrosis) αποδιαρθρώσεων (apodiarthróseon)
accusative αποδιάρθρωση (apodiárthrosi) αποδιαρθρώσεις (apodiarthróseis)
vocative αποδιάρθρωση (apodiárthrosi) αποδιαρθρώσεις (apodiarthróseis)

Older or formal genitive singular: αποδιαρθρώσεως (apodiarthróseos)

[edit]