Jump to content

αποδιάλεγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποδιάλεγμα (apodiálegman (plural αποδιαλέγματα)

  1. choice, pick
  2. (in the plural, usual form) leftovers, remains

Declension

[edit]
Declension of αποδιάλεγμα
singular plural
nominative αποδιάλεγμα (apodiálegma) αποδιαλέγματα (apodialégmata)
genitive αποδιαλέγματος (apodialégmatos) αποδιαλεγμάτων (apodialegmáton)
accusative αποδιάλεγμα (apodiálegma) αποδιαλέγματα (apodialégmata)
vocative αποδιάλεγμα (apodiálegma) αποδιαλέγματα (apodialégmata)
[edit]