Jump to content

αποδημητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποδημητικός (apodimitikósm (feminine αποδημητική, neuter αποδημητικό)

  1. migratory

Declension

[edit]
Declension of αποδημητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδημητικος (apodimitikos) αποδημητικη (apodimitiki) αποδημητικο (apodimitiko) αποδημητικοι (apodimitikoi) αποδημητικες (apodimitikes) αποδημητικα (apodimitika)
genitive αποδημητικου (apodimitikou) αποδημητικης (apodimitikis) αποδημητικου (apodimitikou) αποδημητικων (apodimitikon) αποδημητικων (apodimitikon) αποδημητικων (apodimitikon)
accusative αποδημητικο (apodimitiko) αποδημητικη (apodimitiki) αποδημητικο (apodimitiko) αποδημητικους (apodimitikous) αποδημητικες (apodimitikes) αποδημητικα (apodimitika)
vocative αποδημητικε (apodimitike) αποδημητικη (apodimitiki) αποδημητικο (apodimitiko) αποδημητικοι (apodimitikoi) αποδημητικες (apodimitikes) αποδημητικα (apodimitika)
[edit]