αποδεικτός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποδεικτός • (apodeiktós) m (feminine αποδεικτή, neuter αποδεικτό)
- may be proved, may be proven, may be demonstrated
Declension
[edit]Declension of αποδεικτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδεικτός • | αποδεικτή • | αποδεικτό • | αποδεικτοί • | αποδεικτές • | αποδεικτά • |
genitive | αποδεικτού • | αποδεικτής • | αποδεικτού • | αποδεικτών • | αποδεικτών • | αποδεικτών • |
accusative | αποδεικτό • | αποδεικτή • | αποδεικτό • | αποδεικτούς • | αποδεικτές • | αποδεικτά • |
vocative | αποδεικτέ • | αποδεικτή • | αποδεικτό • | αποδεικτοί • | αποδεικτές • | αποδεικτά • |
Related terms
[edit]- αποδεικτέος (apodeiktéos, “to be proved”, adjective)
- and see: αποδεικνύω (apodeiknýo, “I prove, I demonstrate”)