Jump to content

αποδεικτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποδεικτός (apodeiktósm (feminine αποδεικτή, neuter αποδεικτό)

  1. may be proved, may be proven, may be demonstrated

Declension

[edit]
Declension of αποδεικτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδεικτός (apodeiktós) αποδεικτή (apodeiktí) αποδεικτό (apodeiktó) αποδεικτοί (apodeiktoí) αποδεικτές (apodeiktés) αποδεικτά (apodeiktá)
genitive αποδεικτού (apodeiktoú) αποδεικτής (apodeiktís) αποδεικτού (apodeiktoú) αποδεικτών (apodeiktón) αποδεικτών (apodeiktón) αποδεικτών (apodeiktón)
accusative αποδεικτό (apodeiktó) αποδεικτή (apodeiktí) αποδεικτό (apodeiktó) αποδεικτούς (apodeiktoús) αποδεικτές (apodeiktés) αποδεικτά (apodeiktá)
vocative αποδεικτέ (apodeikté) αποδεικτή (apodeiktí) αποδεικτό (apodeiktó) αποδεικτοί (apodeiktoí) αποδεικτές (apodeiktés) αποδεικτά (apodeiktá)
[edit]