Jump to content

αποδέκτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποδέκτρια (apodéktriaf (plural αποδέκτριες, masculine αποδέκτης)

  1. recipient, addressee
    Synonym: παραλήπτρια (paralíptria)
  2. interlocutor

Declension

[edit]
Declension of αποδέκτρια
singular plural
nominative αποδέκτρια (apodéktria) αποδέκτριες (apodéktries)
genitive αποδέκτριας (apodéktrias) αποδεκτριών (apodektrión)
accusative αποδέκτρια (apodéktria) αποδέκτριες (apodéktries)
vocative αποδέκτρια (apodéktria) αποδέκτριες (apodéktries)
[edit]