Jump to content

απογραφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απογραφικός (apografikósm (feminine απογραφική, neuter απογραφικό)

  1. (describing) a census, inventory, etc

Declension

[edit]
Declension of απογραφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απογραφικός (apografikós) απογραφική (apografikí) απογραφικό (apografikó) απογραφικοί (apografikoí) απογραφικές (apografikés) απογραφικά (apografiká)
genitive απογραφικού (apografikoú) απογραφικής (apografikís) απογραφικού (apografikoú) απογραφικών (apografikón) απογραφικών (apografikón) απογραφικών (apografikón)
accusative απογραφικό (apografikó) απογραφική (apografikí) απογραφικό (apografikó) απογραφικούς (apografikoús) απογραφικές (apografikés) απογραφικά (apografiká)
vocative απογραφικέ (apografiké) απογραφική (apografikí) απογραφικό (apografikó) απογραφικοί (apografikoí) απογραφικές (apografikés) απογραφικά (apografiká)
[edit]