Jump to content

απογοητευμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of απογοητεύομαι (apogoïtévomai), passive voice of απογοητεύω (apogoïtévo, to disappoint)

Adjective

[edit]

απογοητευμένος (apogoïtevménosm (feminine απογοητευμένη, neuter απογοητευμένο)

  1. disappointed
  2. discouraged

Declension

[edit]
Declension of απογοητευμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απογοητευμένος (apogoïtevménos) απογοητευμένη (apogoïtevméni) απογοητευμένο (apogoïtevméno) απογοητευμένοι (apogoïtevménoi) απογοητευμένες (apogoïtevménes) απογοητευμένα (apogoïtevména)
genitive απογοητευμένου (apogoïtevménou) απογοητευμένης (apogoïtevménis) απογοητευμένου (apogoïtevménou) απογοητευμένων (apogoïtevménon) απογοητευμένων (apogoïtevménon) απογοητευμένων (apogoïtevménon)
accusative απογοητευμένο (apogoïtevméno) απογοητευμένη (apogoïtevméni) απογοητευμένο (apogoïtevméno) απογοητευμένους (apogoïtevménous) απογοητευμένες (apogoïtevménes) απογοητευμένα (apogoïtevména)
vocative απογοητευμένε (apogoïtevméne) απογοητευμένη (apogoïtevméni) απογοητευμένο (apogoïtevméno) απογοητευμένοι (apogoïtevménoi) απογοητευμένες (apogoïtevménes) απογοητευμένα (apogoïtevména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απογοητευμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απογοητευμένος, etc.)

[edit]