απογαλακτίζω • (apogalaktízo ) (past απογαλάκτισα , passive απογαλακτίζομαι , ppp απογαλακτισμένος )
to wean ( infant )
Synonym: αποθηλάζω ( apothilázo )
απογαλακτίζω απογαλακτίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απογαλακτίζω
απογαλακτίσω
απογαλακτίζομαι
απογαλακτιστώ
2 sg
απογαλακτίζεις
απογαλακτίσεις
απογαλακτίζεσαι
απογαλακτιστείς
3 sg
απογαλακτίζει
απογαλακτίσει
απογαλακτίζεται
απογαλακτιστεί
1 pl
απογαλακτίζουμε , [‑ομε ]
απογαλακτίσουμε , [‑ομε ]
απογαλακτισόμαστε
απογαλακτιστούμε
2 pl
απογαλακτίζετε
απογαλακτίσετε
απογαλακτίζεστε , απογαλακτισόσαστε
απογαλακτιστείτε
3 pl
απογαλακτίζουν (ε )
απογαλακτίσουν (ε )
απογαλακτίζονται
απογαλακτιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απογαλάκτιζα
απογαλάκτισα
απογαλακτισόμουν (α )
απογαλακτίστηκα
2 sg
απογαλάκτιζες
απογαλάκτισες
απογαλακτισόσουν (α )
απογαλακτίστηκες
3 sg
απογαλάκτιζε
απογαλάκτισε
απογαλακτισόταν (ε )
απογαλακτίστηκε
1 pl
απογαλακτίζαμε
απογαλακτίσαμε
απογαλακτισόμασταν , (‑όμαστε )
απογαλακτιστήκαμε
2 pl
απογαλακτίζατε
απογαλακτίσατε
απογαλακτισόσασταν , (‑όσαστε )
απογαλακτιστήκατε
3 pl
απογαλάκτιζαν , απογαλακτίζαν (ε )
απογαλάκτισαν , απογαλακτίσαν (ε )
απογαλακτίζονταν , (απογαλακτισόντουσαν )
απογαλακτίστηκαν , απογαλακτιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απογαλακτίζω ➤
θα απογαλακτίσω ➤
θα απογαλακτίζομαι ➤
θα απογαλακτιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απογαλακτίζεις , …
θα απογαλακτίσεις , …
θα απογαλακτίζεσαι , …
θα απογαλακτιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απογαλακτίσει έχω, έχεις, … απογαλακτισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … απογαλακτιστεί είμαι , είσαι , … απογαλακτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απογαλακτίσει είχα, είχες, … απογαλακτισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … απογαλακτιστεί ήμουν , ήσουν , … απογαλακτισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … απογαλακτίσει θα έχω, θα έχεις, … απογαλακτισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … απογαλακτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … απογαλακτισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
απογαλάκτιζε
απογαλάκτισε
—
απογαλακτίσου
2 pl
απογαλακτίζετε
απογαλακτίστε
απογαλακτίζεστε
απογαλακτιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απογαλακτίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας απογαλακτίσει ➤
απογαλακτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απογαλακτίσει
απογαλακτιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.