απογαλακτίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απογαλακτίζομαι • (apogalaktízomai) passive (past απογαλακτίστηκα, active απογαλακτίζω)
- to be weaned
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: απογαλακτίζω (apogalaktízo)
απογαλακτίζομαι • (apogalaktízomai) passive (past απογαλακτίστηκα, active απογαλακτίζω)