Jump to content

αποβουτύρωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποβουτύρωση (apovoutýrosif (plural αποβουτυρώσεις)

  1. creaming off, skimming, skimming off

Declension

[edit]
Declension of αποβουτύρωση
singular plural
nominative αποβουτύρωση (apovoutýrosi) αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis)
genitive αποβουτύρωσης (apovoutýrosis) αποβουτυρώσεων (apovoutyróseon)
accusative αποβουτύρωση (apovoutýrosi) αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis)
vocative αποβουτύρωση (apovoutýrosi) αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis)

Older or formal genitive singular: αποβουτυρώσεως (apovoutyróseos)

[edit]