αποβουτύρωση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποβουτύρωση • (apovoutýrosi) f (plural αποβουτυρώσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποβουτύρωση (apovoutýrosi) | αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis) |
genitive | αποβουτύρωσης (apovoutýrosis) | αποβουτυρώσεων (apovoutyróseon) |
accusative | αποβουτύρωση (apovoutýrosi) | αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis) |
vocative | αποβουτύρωση (apovoutýrosi) | αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis) |
Older or formal genitive singular: αποβουτυρώσεως (apovoutyróseos)
Related terms
[edit]- αποβουτυρωμένος (apovoutyroménos, “skimmed”, adjective)
- αποβουτυρώνω (apovoutyróno, “I skim, I cream off”)
- and see: βούτυρο n (voútyro, “butter”)