αποίκιλτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποίκιλτος • (apoíkiltos) m (feminine αποίκιλτη, neuter αποίκιλτο)
- unadorned, plain, unembellished, unembroidered
- Synonyms: απλός (aplós), απλούμιστος (aploúmistos), ακόσμητος (akósmitos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποίκιλτος (apoíkiltos) | αποίκιλτη (apoíkilti) | αποίκιλτο (apoíkilto) | αποίκιλτοι (apoíkiltoi) | αποίκιλτες (apoíkiltes) | αποίκιλτα (apoíkilta) | |
genitive | αποίκιλτου (apoíkiltou) | αποίκιλτης (apoíkiltis) | αποίκιλτου (apoíkiltou) | αποίκιλτων (apoíkilton) | αποίκιλτων (apoíkilton) | αποίκιλτων (apoíkilton) | |
accusative | αποίκιλτο (apoíkilto) | αποίκιλτη (apoíkilti) | αποίκιλτο (apoíkilto) | αποίκιλτους (apoíkiltous) | αποίκιλτες (apoíkiltes) | αποίκιλτα (apoíkilta) | |
vocative | αποίκιλτε (apoíkilte) | αποίκιλτη (apoíkilti) | αποίκιλτο (apoíkilto) | αποίκιλτοι (apoíkiltoi) | αποίκιλτες (apoíkiltes) | αποίκιλτα (apoíkilta) |