Jump to content

απλωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απλωτός (aplotósm (feminine απλωτή, neuter απλωτό)

  1. flat, plain, even
  2. outspread, spread out

Declension

[edit]
Declension of απλωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλωτός (aplotós) απλωτή (aplotí) απλωτό (aplotó) απλωτοί (aplotoí) απλωτές (aplotés) απλωτά (aplotá)
genitive απλωτού (aplotoú) απλωτής (aplotís) απλωτού (aplotoú) απλωτών (aplotón) απλωτών (aplotón) απλωτών (aplotón)
accusative απλωτό (aplotó) απλωτή (aplotí) απλωτό (aplotó) απλωτούς (aplotoús) απλωτές (aplotés) απλωτά (aplotá)
vocative απλωτέ (aploté) απλωτή (aplotí) απλωτό (aplotó) απλωτοί (aplotoí) απλωτές (aplotés) απλωτά (aplotá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλωτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλωτός, etc.)

[edit]