απλοέπεια
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]απλο- (aplo-) + έπεια (épeia)
Noun
[edit]απλοέπεια • (aploépeia) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | απλοέπεια (aploépeia) |
genitive | απλοέπειας (aploépeias) |
accusative | απλοέπεια (aploépeia) |
vocative | απλοέπεια (aploépeia) |