Jump to content

απλανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀπλανής (aplanḗs).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

απλανής (aplanísm (feminine απλανής, neuter απλανές)

  1. fixed, glassy, blank, expressionless (stare)
  2. fixed
  3. (substantively) star
    Antonym: (noun) πλάνης (plánis)

Declension

[edit]
Declension of απλανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλανής (aplanís) απλανής (aplanís) απλανές (aplanés) απλανείς (aplaneís) απλανείς (aplaneís) απλανή (aplaní)
genitive απλανούς (aplanoús)
απλανή (aplaní)
απλανούς (aplanoús) απλανούς (aplanoús) απλανών (aplanón) απλανών (aplanón) απλανών (aplanón)
accusative απλανή (aplaní) απλανή (aplaní) απλανές (aplanés) απλανείς (aplaneís) απλανείς (aplaneís) απλανή (aplaní)
vocative απλανή (aplaní)
απλανής (aplanís)
απλανής (aplanís) απλανές (aplanés) απλανείς (aplaneís) απλανείς (aplaneís) απλανή (aplaní)

Further reading

[edit]