Jump to content

απλαισίωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απλαισίωτος (aplaisíotosm (feminine απλαισίωτη, neuter απλαισίωτο)

  1. unframed, without frame
    Synonyms: ακορνίζωτος (akornízotos), ακορνιζάριστος (akornizáristos)

Declension

[edit]
Declension of απλαισίωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλαισίωτος (aplaisíotos) απλαισίωτη (aplaisíoti) απλαισίωτο (aplaisíoto) απλαισίωτοι (aplaisíotoi) απλαισίωτες (aplaisíotes) απλαισίωτα (aplaisíota)
genitive απλαισίωτου (aplaisíotou) απλαισίωτης (aplaisíotis) απλαισίωτου (aplaisíotou) απλαισίωτων (aplaisíoton) απλαισίωτων (aplaisíoton) απλαισίωτων (aplaisíoton)
accusative απλαισίωτο (aplaisíoto) απλαισίωτη (aplaisíoti) απλαισίωτο (aplaisíoto) απλαισίωτους (aplaisíotous) απλαισίωτες (aplaisíotes) απλαισίωτα (aplaisíota)
vocative απλαισίωτε (aplaisíote) απλαισίωτη (aplaisíoti) απλαισίωτο (aplaisíoto) απλαισίωτοι (aplaisíotoi) απλαισίωτες (aplaisíotes) απλαισίωτα (aplaisíota)
[edit]