Jump to content

απεργοσπάστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απεργοσπάστρια (apergospástriaf (plural απεργοσπάστριες, masculine απεργοσπάστης)

  1. strikebreaker, scab (slang)

Declension

[edit]
Declension of απεργοσπάστρια
singular plural
nominative απεργοσπάστρια (apergospástria) απεργοσπάστριες (apergospástries)
genitive απεργοσπάστριας (apergospástrias) απεργοσπαστριών (apergospastrión)
accusative απεργοσπάστρια (apergospástria) απεργοσπάστριες (apergospástries)
vocative απεργοσπάστρια (apergospástria) απεργοσπάστριες (apergospástries)
[edit]
see: απεργώ (apergó, to strike, to withdraw labour)

Further reading

[edit]