Jump to content

απεραντολόγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απεραντολόγος (aperantológosm (feminine απεραντολόγη, neuter απεραντολόγο)

  1. verbose, long-winded, wordy, loquacious, garrulous, prolix

Declension

[edit]
Declension of απεραντολόγος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απεραντολόγος (aperantológos) απεραντολόγη (aperantológi) απεραντολόγο (aperantológo) απεραντολόγοι (aperantológoi) απεραντολόγες (aperantológes) απεραντολόγα (aperantológa)
genitive απεραντολόγου (aperantológou) απεραντολόγης (aperantológis) απεραντολόγου (aperantológou) απεραντολόγων (aperantológon) απεραντολόγων (aperantológon) απεραντολόγων (aperantológon)
accusative απεραντολόγο (aperantológo) απεραντολόγη (aperantológi) απεραντολόγο (aperantológo) απεραντολόγους (aperantológous) απεραντολόγες (aperantológes) απεραντολόγα (aperantológa)
vocative απεραντολόγε (aperantológe) απεραντολόγη (aperantológi) απεραντολόγο (aperantológo) απεραντολόγοι (aperantológoi) απεραντολόγες (aperantológes) απεραντολόγα (aperantológa)
[edit]