Jump to content

απερίεργος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απερίεργος (aperíergosm (feminine απερίεργη, neuter απερίεργο)

  1. incurious, indifferent, insouciant

Declension

[edit]
Declension of απερίεργος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απερίεργος (aperíergos) απερίεργη (aperíergi) απερίεργο (aperíergo) απερίεργοι (aperíergoi) απερίεργες (aperíerges) απερίεργα (aperíerga)
genitive απερίεργου (aperíergou) απερίεργης (aperíergis) απερίεργου (aperíergou) απερίεργων (aperíergon) απερίεργων (aperíergon) απερίεργων (aperíergon)
accusative απερίεργο (aperíergo) απερίεργη (aperíergi) απερίεργο (aperíergo) απερίεργους (aperíergous) απερίεργες (aperíerges) απερίεργα (aperíerga)
vocative απερίεργε (aperíerge) απερίεργη (aperíergi) απερίεργο (aperíergo) απερίεργοι (aperíergoi) απερίεργες (aperíerges) απερίεργα (aperíerga)
[edit]