Jump to content

απεμπόληση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απεμπόληση (apempólisif (plural απεμπολήσεις)

  1. abandonment, betrayal, sell-out (of a faith, principle, etc)
    Synonym: απεμπολή (apempolí)

Declension

[edit]
Declension of απεμπόληση
singular plural
nominative απεμπόληση (apempólisi) απεμπολήσεις (apempolíseis)
genitive απεμπόλησης (apempólisis) απεμπολήσεων (apempolíseon)
accusative απεμπόληση (apempólisi) απεμπολήσεις (apempolíseis)
vocative απεμπόληση (apempólisi) απεμπολήσεις (apempolíseis)

Older or formal genitive singular: απεμπολήσεως (apempolíseos)

[edit]