απελπιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απελπιστικός • (apelpistikós) m (feminine απελπιστική, neuter απελπιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απελπιστικός (apelpistikós) | απελπιστική (apelpistikí) | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστικοί (apelpistikoí) | απελπιστικές (apelpistikés) | απελπιστικά (apelpistiká) | |
genitive | απελπιστικού (apelpistikoú) | απελπιστικής (apelpistikís) | απελπιστικού (apelpistikoú) | απελπιστικών (apelpistikón) | απελπιστικών (apelpistikón) | απελπιστικών (apelpistikón) | |
accusative | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστική (apelpistikí) | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστικούς (apelpistikoús) | απελπιστικές (apelpistikés) | απελπιστικά (apelpistiká) | |
vocative | απελπιστικέ (apelpistiké) | απελπιστική (apelpistikí) | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστικοί (apelpistikoí) | απελπιστικές (apelpistikés) | απελπιστικά (apelpistiká) |
Related terms
[edit]- απελπιστικά (apelpistiká, “desperately”, adverb)
- and see: απελπισία f (apelpisía, “despair”)