Jump to content

απελπιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απελπιστικός (apelpistikósm (feminine απελπιστική, neuter απελπιστικό)

  1. desperate, hopeless (situation)

Declension

[edit]
Declension of απελπιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απελπιστικός (apelpistikós) απελπιστική (apelpistikí) απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστικοί (apelpistikoí) απελπιστικές (apelpistikés) απελπιστικά (apelpistiká)
genitive απελπιστικού (apelpistikoú) απελπιστικής (apelpistikís) απελπιστικού (apelpistikoú) απελπιστικών (apelpistikón) απελπιστικών (apelpistikón) απελπιστικών (apelpistikón)
accusative απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστική (apelpistikí) απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστικούς (apelpistikoús) απελπιστικές (apelpistikés) απελπιστικά (apelpistiká)
vocative απελπιστικέ (apelpistiké) απελπιστική (apelpistikí) απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστικοί (apelpistikoí) απελπιστικές (apelpistikés) απελπιστικά (apelpistiká)
[edit]