Jump to content

απελεύθερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απελεύθερος (apeléftherosm (feminine απελεύθερη, neuter απελεύθερο)

  1. (historical) freed, emancipated (from serfdom, slavery, etc)
  2. (substantively) a freed person

Declension

[edit]
Declension of απελεύθερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απελεύθερος (apeléftheros) απελεύθερη (apeléftheri) απελεύθερο (apeléfthero) απελεύθεροι (apeléftheroi) απελεύθερες (apeléftheres) απελεύθερα (apeléfthera)
genitive απελεύθερου (apeléftherou) απελεύθερης (apeléftheris) απελεύθερου (apeléftherou) απελεύθερων (apeléftheron) απελεύθερων (apeléftheron) απελεύθερων (apeléftheron)
accusative απελεύθερο (apeléfthero) απελεύθερη (apeléftheri) απελεύθερο (apeléfthero) απελεύθερους (apeléftherous) απελεύθερες (apeléftheres) απελεύθερα (apeléfthera)
vocative απελεύθερε (apeléfthere) απελεύθερη (apeléftheri) απελεύθερο (apeléfthero) απελεύθεροι (apeléftheroi) απελεύθερες (apeléftheres) απελεύθερα (apeléfthera)
[edit]