απελεύθερος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απελεύθερος • (apeléftheros) m (feminine απελεύθερη, neuter απελεύθερο)
- (historical) freed, emancipated (from serfdom, slavery, etc)
- (substantively) a freed person
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απελεύθερος (apeléftheros) | απελεύθερη (apeléftheri) | απελεύθερο (apeléfthero) | απελεύθεροι (apeléftheroi) | απελεύθερες (apeléftheres) | απελεύθερα (apeléfthera) | |
genitive | απελεύθερου (apeléftherou) | απελεύθερης (apeléftheris) | απελεύθερου (apeléftherou) | απελεύθερων (apeléftheron) | απελεύθερων (apeléftheron) | απελεύθερων (apeléftheron) | |
accusative | απελεύθερο (apeléfthero) | απελεύθερη (apeléftheri) | απελεύθερο (apeléfthero) | απελεύθερους (apeléftherous) | απελεύθερες (apeléftheres) | απελεύθερα (apeléfthera) | |
vocative | απελεύθερε (apeléfthere) | απελεύθερη (apeléftheri) | απελεύθερο (apeléfthero) | απελεύθεροι (apeléftheroi) | απελεύθερες (apeléftheres) | απελεύθερα (apeléfthera) |
Related terms
[edit]- see: απελευθέρωση f (apelefthérosi, “liberation”)