Jump to content

απειθής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απειθής (apeithísm (feminine απειθής, neuter απειθές)

  1. disobedient, insubordinate

Declension

[edit]
Declension of απειθής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απειθής (apeithís) απειθής (apeithís) απειθές (apeithés) απειθείς (apeitheís) απειθείς (apeitheís) απειθή (apeithí)
genitive απειθούς (apeithoús)
απειθή (apeithí)
απειθούς (apeithoús) απειθούς (apeithoús) απειθών (apeithón) απειθών (apeithón) απειθών (apeithón)
accusative απειθή (apeithí) απειθή (apeithí) απειθές (apeithés) απειθείς (apeitheís) απειθείς (apeitheís) απειθή (apeithí)
vocative απειθή (apeithí)
απειθής (apeithís)
απειθής (apeithís) απειθές (apeithés) απειθείς (apeitheís) απειθείς (apeitheís) απειθή (apeithí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απειθής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απειθής, etc.)

[edit]