Jump to content

απεθνικοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απεθνικοποίηση (apethnikopoíisif (plural απεθνικοποιήσεις)

  1. denationalisation, privatisation (UK)
  2. denationalization, privatization (US)

Declension

[edit]
Declension of απεθνικοποίηση
singular plural
nominative απεθνικοποίηση (apethnikopoíisi) απεθνικοποιήσεις (apethnikopoiíseis)
genitive απεθνικοποίησης (apethnikopoíisis) απεθνικοποιήσεων (apethnikopoiíseon)
accusative απεθνικοποίηση (apethnikopoíisi) απεθνικοποιήσεις (apethnikopoiíseis)
vocative απεθνικοποίηση (apethnikopoíisi) απεθνικοποιήσεις (apethnikopoiíseis)

Older or formal genitive singular: απεθνικοποιήσεως (apethnikopoiíseos)

[edit]