Jump to content

απεγνωσμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απεγνωσμένος (apegnosménosm (feminine απεγνωσμένη, neuter απεγνωσμένο)

  1. desperate, undaunted, frantic
  2. (substantively) a desperate man

Declension

[edit]
Declension of απεγνωσμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απεγνωσμένος (apegnosménos) απεγνωσμένη (apegnosméni) απεγνωσμένο (apegnosméno) απεγνωσμένοι (apegnosménoi) απεγνωσμένες (apegnosménes) απεγνωσμένα (apegnosména)
genitive απεγνωσμένου (apegnosménou) απεγνωσμένης (apegnosménis) απεγνωσμένου (apegnosménou) απεγνωσμένων (apegnosménon) απεγνωσμένων (apegnosménon) απεγνωσμένων (apegnosménon)
accusative απεγνωσμένο (apegnosméno) απεγνωσμένη (apegnosméni) απεγνωσμένο (apegnosméno) απεγνωσμένους (apegnosménous) απεγνωσμένες (apegnosménes) απεγνωσμένα (apegnosména)
vocative απεγνωσμένε (apegnosméne) απεγνωσμένη (apegnosméni) απεγνωσμένο (apegnosméno) απεγνωσμένοι (apegnosménoi) απεγνωσμένες (apegnosménes) απεγνωσμένα (apegnosména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απεγνωσμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απεγνωσμένος, etc.)