Jump to content

απασπάλιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απασπάλιστος (apaspálistosm (feminine απασπάλιστή, neuter απασπάλιστο)

  1. unpowdered, unsprinkled, not sprinkled

Declension

[edit]
Declension of απασπάλιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απασπάλιστος (apaspálistos) απασπάλιστη (apaspálisti) απασπάλιστο (apaspálisto) απασπάλιστοι (apaspálistoi) απασπάλιστες (apaspálistes) απασπάλιστα (apaspálista)
genitive απασπάλιστου (apaspálistou) απασπάλιστης (apaspálistis) απασπάλιστου (apaspálistou) απασπάλιστων (apaspáliston) απασπάλιστων (apaspáliston) απασπάλιστων (apaspáliston)
accusative απασπάλιστο (apaspálisto) απασπάλιστη (apaspálisti) απασπάλιστο (apaspálisto) απασπάλιστους (apaspálistous) απασπάλιστες (apaspálistes) απασπάλιστα (apaspálista)
vocative απασπάλιστε (apaspáliste) απασπάλιστη (apaspálisti) απασπάλιστο (apaspálisto) απασπάλιστοι (apaspálistoi) απασπάλιστες (apaspálistes) απασπάλιστα (apaspálista)
[edit]