Jump to content

απασάλειφτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απασάλειφτος (apasáleiftosm (feminine απασάλειφτη, neuter απασάλειφτο)

  1. undaubed, unsmeared

Declension

[edit]
Declension of απασάλειφτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απασάλειφτος (apasáleiftos) απασάλειφτη (apasáleifti) απασάλειφτο (apasáleifto) απασάλειφτοι (apasáleiftoi) απασάλειφτες (apasáleiftes) απασάλειφτα (apasáleifta)
genitive απασάλειφτου (apasáleiftou) απασάλειφτης (apasáleiftis) απασάλειφτου (apasáleiftou) απασάλειφτων (apasáleifton) απασάλειφτων (apasáleifton) απασάλειφτων (apasáleifton)
accusative απασάλειφτο (apasáleifto) απασάλειφτη (apasáleifti) απασάλειφτο (apasáleifto) απασάλειφτους (apasáleiftous) απασάλειφτες (apasáleiftes) απασάλειφτα (apasáleifta)
vocative απασάλειφτε (apasáleifte) απασάλειφτη (apasáleifti) απασάλειφτο (apasáleifto) απασάλειφτοι (apasáleiftoi) απασάλειφτες (apasáleiftes) απασάλειφτα (apasáleifta)
[edit]