Jump to content

απαρνήτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απαρνήτρια (aparnítriaf (plural απαρνήτριες, masculine απαρνητής)

  1. Alternative form of απαρνήτρα (aparnítra)

Declension

[edit]
Declension of απαρνήτρια
singular plural
nominative απαρνήτρια (aparnítria) απαρνήτριες (aparnítries)
genitive απαρνήτριας (aparnítrias) απαρνητριών (aparnitrión)
accusative απαρνήτρια (aparnítria) απαρνήτριες (aparnítries)
vocative απαρνήτρια (aparnítria) απαρνήτριες (aparnítries)