Jump to content

απαραμόρφωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαραμόρφωτος (aparamórfotosm (feminine απαραμόρφωτη, neuter απαραμόρφωτο)

  1. undeformed, not deformed, undistorted
    Antonym: παραμορφωμένος (paramorfoménos)

Declension

[edit]
Declension of απαραμόρφωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαραμόρφωτος (aparamórfotos) απαραμόρφωτη (aparamórfoti) απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτοι (aparamórfotoi) απαραμόρφωτες (aparamórfotes) απαραμόρφωτα (aparamórfota)
genitive απαραμόρφωτου (aparamórfotou) απαραμόρφωτης (aparamórfotis) απαραμόρφωτου (aparamórfotou) απαραμόρφωτων (aparamórfoton) απαραμόρφωτων (aparamórfoton) απαραμόρφωτων (aparamórfoton)
accusative απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτη (aparamórfoti) απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτους (aparamórfotous) απαραμόρφωτες (aparamórfotes) απαραμόρφωτα (aparamórfota)
vocative απαραμόρφωτε (aparamórfote) απαραμόρφωτη (aparamórfoti) απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτοι (aparamórfotoi) απαραμόρφωτες (aparamórfotes) απαραμόρφωτα (aparamórfota)