Jump to content

απαράδεχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /apaˈɾaðextos/
  • Hyphenation: α‧πα‧ρά‧δε‧χτος

Adjective

[edit]

απαράδεχτος (aparádechtosm (feminine απαράδεχτη, neuter απαράδεχτο)

  1. Informal form of απαράδεκτος (aparádektos).

Declension

[edit]
Declension of απαράδεχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράδεχτος (aparádechtos) απαράδεχτη (aparádechti) απαράδεχτο (aparádechto) απαράδεχτοι (aparádechtoi) απαράδεχτες (aparádechtes) απαράδεχτα (aparádechta)
genitive απαράδεχτου (aparádechtou) απαράδεχτης (aparádechtis) απαράδεχτου (aparádechtou) απαράδεχτων (aparádechton) απαράδεχτων (aparádechton) απαράδεχτων (aparádechton)
accusative απαράδεχτο (aparádechto) απαράδεχτη (aparádechti) απαράδεχτο (aparádechto) απαράδεχτους (aparádechtous) απαράδεχτες (aparádechtes) απαράδεχτα (aparádechta)
vocative απαράδεχτε (aparádechte) απαράδεχτη (aparádechti) απαράδεχτο (aparádechto) απαράδεχτοι (aparádechtoi) απαράδεχτες (aparádechtes) απαράδεχτα (aparádechta)