Jump to content

απαράβατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαράβατος (aparávatosm (feminine απαράβατη, neuter απαράβατο)

  1. inviolable
  2. inviolate
    Synonym: απαραβίαστος (aparavíastos)

Declension

[edit]
Declension of απαράβατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράβατος (aparávatos) απαράβατη (aparávati) απαράβατο (aparávato) απαράβατοι (aparávatoi) απαράβατες (aparávates) απαράβατα (aparávata)
genitive απαράβατου (aparávatou) απαράβατης (aparávatis) απαράβατου (aparávatou) απαράβατων (aparávaton) απαράβατων (aparávaton) απαράβατων (aparávaton)
accusative απαράβατο (aparávato) απαράβατη (aparávati) απαράβατο (aparávato) απαράβατους (aparávatous) απαράβατες (aparávates) απαράβατα (aparávata)
vocative απαράβατε (aparávate) απαράβατη (aparávati) απαράβατο (aparávato) απαράβατοι (aparávatoi) απαράβατες (aparávates) απαράβατα (aparávata)