απαράβατος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απαράβατος • (aparávatos) m (feminine απαράβατη, neuter απαράβατο)
- inviolable
- inviolate
- Synonym: απαραβίαστος (aparavíastos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαράβατος (aparávatos) | απαράβατη (aparávati) | απαράβατο (aparávato) | απαράβατοι (aparávatoi) | απαράβατες (aparávates) | απαράβατα (aparávata) | |
genitive | απαράβατου (aparávatou) | απαράβατης (aparávatis) | απαράβατου (aparávatou) | απαράβατων (aparávaton) | απαράβατων (aparávaton) | απαράβατων (aparávaton) | |
accusative | απαράβατο (aparávato) | απαράβατη (aparávati) | απαράβατο (aparávato) | απαράβατους (aparávatous) | απαράβατες (aparávates) | απαράβατα (aparávata) | |
vocative | απαράβατε (aparávate) | απαράβατη (aparávati) | απαράβατο (aparávato) | απαράβατοι (aparávatoi) | απαράβατες (aparávates) | απαράβατα (aparávata) |