Jump to content

απαλλοτριώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαλλοτριώσιμος (apallotriósimosm (feminine απαλλοτριώσιμη, neuter απαλλοτριώσιμο)

  1. alienable, capable of being expropriated

Declension

[edit]
Declension of απαλλοτριώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαλλοτριώσιμος (apallotriósimos) απαλλοτριώσιμη (apallotriósimi) απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμοι (apallotriósimoi) απαλλοτριώσιμες (apallotriósimes) απαλλοτριώσιμα (apallotriósima)
genitive απαλλοτριώσιμου (apallotriósimou) απαλλοτριώσιμης (apallotriósimis) απαλλοτριώσιμου (apallotriósimou) απαλλοτριώσιμων (apallotriósimon) απαλλοτριώσιμων (apallotriósimon) απαλλοτριώσιμων (apallotriósimon)
accusative απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμη (apallotriósimi) απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμους (apallotriósimous) απαλλοτριώσιμες (apallotriósimes) απαλλοτριώσιμα (apallotriósima)
vocative απαλλοτριώσιμε (apallotriósime) απαλλοτριώσιμη (apallotriósimi) απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμοι (apallotriósimoi) απαλλοτριώσιμες (apallotriósimes) απαλλοτριώσιμα (apallotriósima)
[edit]