απαλειπτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απαλειπτικός • (apaleiptikós) m (feminine απαλειπτική, neuter απαλειπτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαλειπτικός (apaleiptikós) | απαλειπτική (apaleiptikí) | απαλειπτικό (apaleiptikó) | απαλειπτικοί (apaleiptikoí) | απαλειπτικές (apaleiptikés) | απαλειπτικά (apaleiptiká) | |
genitive | απαλειπτικού (apaleiptikoú) | απαλειπτικής (apaleiptikís) | απαλειπτικού (apaleiptikoú) | απαλειπτικών (apaleiptikón) | απαλειπτικών (apaleiptikón) | απαλειπτικών (apaleiptikón) | |
accusative | απαλειπτικό (apaleiptikó) | απαλειπτική (apaleiptikí) | απαλειπτικό (apaleiptikó) | απαλειπτικούς (apaleiptikoús) | απαλειπτικές (apaleiptikés) | απαλειπτικά (apaleiptiká) | |
vocative | απαλειπτικέ (apaleiptiké) | απαλειπτική (apaleiptikí) | απαλειπτικό (apaleiptikó) | απαλειπτικοί (apaleiptikoí) | απαλειπτικές (apaleiptikés) | απαλειπτικά (apaleiptiká) |
Related terms
[edit]- απάλειψη f (apáleipsi, “deletion”)
- see: απαλείφω (apaleífo, “delete”)
References
[edit]- «ἀπαλειπτικός» - Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)