Jump to content

απαιτητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απαιτητής (apaititísm (plural απαιτητές)

  1. claimant

Declension

[edit]
Declension of απαιτητής
singular plural
nominative απαιτητής (apaititís) απαιτητές (apaitités)
genitive απαιτητή (apaitití) απαιτητών (apaititón)
accusative απαιτητή (apaitití) απαιτητές (apaitités)
vocative απαιτητή (apaitití) απαιτητές (apaitités)
[edit]

Adjective

[edit]

απαιτητής (apaititís)

  1. genitive feminine singular of απαιτητός (apaititós)