απαιτητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απαιτητής • (apaititís) m (plural απαιτητές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απαιτητής (apaititís) | απαιτητές (apaitités) |
genitive | απαιτητή (apaitití) | απαιτητών (apaititón) |
accusative | απαιτητή (apaitití) | απαιτητές (apaitités) |
vocative | απαιτητή (apaitití) | απαιτητές (apaitités) |
Related terms
[edit]- see: απαιτώ (apaitó, “to demand”)
Adjective
[edit]απαιτητής • (apaititís)