απίεστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απίεστος (apíestosm (feminine απίεστη, neuter απίεστο)

  1. incompressible, uncompressed
  2. (figuratively) unpersuadable, intransigent

Declension

[edit]
Declension of απίεστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απίεστος (apíestos) απίεστη (apíesti) απίεστο (apíesto) απίεστοι (apíestoi) απίεστες (apíestes) απίεστα (apíesta)
genitive απίεστου (apíestou) απίεστης (apíestis) απίεστου (apíestou) απίεστων (apíeston) απίεστων (apíeston) απίεστων (apíeston)
accusative απίεστο (apíesto) απίεστη (apíesti) απίεστο (apíesto) απίεστους (apíestous) απίεστες (apíestes) απίεστα (apíesta)
vocative απίεστε (apíeste) απίεστη (apíesti) απίεστο (apíesto) απίεστοι (apíestoi) απίεστες (apíestes) απίεστα (apíesta)