Jump to content

απάνθρωπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απάνθρωπος (apánthroposm (feminine απάνθρωπη, neuter απάνθρωπο)

  1. inhuman, inhumane
    Antonym: ανθρώπινος (anthrópinos)

Declension

[edit]
Declension of απάνθρωπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απάνθρωπος (apánthropos) απάνθρωπη (apánthropi) απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωποι (apánthropoi) απάνθρωπες (apánthropes) απάνθρωπα (apánthropa)
genitive απάνθρωπου (apánthropou) απάνθρωπης (apánthropis) απάνθρωπου (apánthropou) απάνθρωπων (apánthropon) απάνθρωπων (apánthropon) απάνθρωπων (apánthropon)
accusative απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωπη (apánthropi) απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωπους (apánthropous) απάνθρωπες (apánthropes) απάνθρωπα (apánthropa)
vocative απάνθρωπε (apánthrope) απάνθρωπη (apánthropi) απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωποι (apánthropoi) απάνθρωπες (apánthropes) απάνθρωπα (apánthropa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απάνθρωπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απάνθρωπος, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

απάνθρωπος (apánthroposm (plural απάνθρωποι)

  1. cruel or inhuman person
  2. alien, non-human

Declension

[edit]
singular plural
nominative απάνθρωπος (apánthropos) απάνθρωποι (apánthropoi)
genitive απανθρώπου (apanthrópou) απανθρώπων (apanthrópon)
accusative απάνθρωπο (apánthropo) απανθρώπους (apanthrópous)
vocative απάνθρωπε (apánthrope) απάνθρωποι (apánthropoi)