Jump to content

απάλυνση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απάλυνση (apálynsif (plural απαλύνσεις)

  1. softening, alleviating, easing

Declension

[edit]
Declension of απάλυνση
singular plural
nominative απάλυνση (apálynsi) απαλύνσεις (apalýnseis)
genitive απάλυνσης (apálynsis) απαλύνσεων (apalýnseon)
accusative απάλυνση (apálynsi) απαλύνσεις (apalýnseis)
vocative απάλυνση (apálynsi) απαλύνσεις (apalýnseis)

Older or formal genitive singular: απαλύνσεως (apalýnseos)

[edit]