Jump to content

αοίδιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αοίδιμος (aoídimosm (feminine αοίδιμη, neuter αοίδιμο)

  1. unforgotten, late lamented (of the dead)
    Synonym: αείμνηστος (aeímnistos)

Declension

[edit]
Declension of αοίδιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αοίδιμος (aoídimos) αοίδιμος (aoídimos)
αοίδιμη (aoídimi)
αοίδιμο (aoídimo) αοίδιμοι (aoídimoi) αοίδιμοι (aoídimoi)
αοίδιμες (aoídimes)
αοίδιμα (aoídima)
genitive αοιδίμου (aoidímou)
αοίδιμου (aoídimou)
αοιδίμου (aoidímou)
αοίδιμης (aoídimis)
αοιδίμου (aoidímou)
αοίδιμου (aoídimou)
αοιδίμων (aoidímon)
αοίδιμων (aoídimon)
αοιδίμων (aoidímon)
αοίδιμων (aoídimon)
αοιδίμων (aoidímon)
αοίδιμων (aoídimon)
accusative αοίδιμο (aoídimo) αοίδιμο (aoídimo)
αοίδιμη (aoídimi)
αοίδιμο (aoídimo) αοιδίμους (aoidímous)
αοίδιμους (aoídimous)
αοιδίμους (aoidímous)
αοίδιμες (aoídimes)
αοίδιμα (aoídima)
vocative αοίδιμε (aoídime) αοίδιμε (aoídime)
αοίδιμη (aoídimi)
αοίδιμο (aoídimo) αοίδιμοι (aoídimoi) αοίδιμοι (aoídimoi)
αοίδιμες (aoídimes)
αοίδιμα (aoídima)