Jump to content

αξούριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξούριστος (axoúristosm (feminine αξούριστη, neuter αξούριστο)

  1. Informal form of αξύριστος (axýristos).

Declension

[edit]
Declension of αξούριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξούριστος (axoúristos) αξούριστη (axoúristi) αξούριστο (axoúristo) αξούριστοι (axoúristoi) αξούριστες (axoúristes) αξούριστα (axoúrista)
genitive αξούριστου (axoúristou) αξούριστης (axoúristis) αξούριστου (axoúristou) αξούριστων (axoúriston) αξούριστων (axoúriston) αξούριστων (axoúriston)
accusative αξούριστο (axoúristo) αξούριστη (axoúristi) αξούριστο (axoúristo) αξούριστους (axoúristous) αξούριστες (axoúristes) αξούριστα (axoúrista)
vocative αξούριστε (axoúriste) αξούριστη (axoúristi) αξούριστο (axoúristo) αξούριστοι (axoúristoi) αξούριστες (axoúristes) αξούριστα (axoúrista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξούριστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξούριστος, etc.)