Jump to content

αξιόποινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιόποινος (axiópoinosm (feminine αξιόποινη, neuter αξιόποινο)

  1. criminal, punishable

Declension

[edit]
Declension of αξιόποινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιόποινος (axiópoinos) αξιόποινη (axiópoini) αξιόποινο (axiópoino) αξιόποινοι (axiópoinoi) αξιόποινες (axiópoines) αξιόποινα (axiópoina)
genitive αξιόποινου (axiópoinou) αξιόποινης (axiópoinis) αξιόποινου (axiópoinou) αξιόποινων (axiópoinon) αξιόποινων (axiópoinon) αξιόποινων (axiópoinon)
accusative αξιόποινο (axiópoino) αξιόποινη (axiópoini) αξιόποινο (axiópoino) αξιόποινους (axiópoinous) αξιόποινες (axiópoines) αξιόποινα (axiópoina)
vocative αξιόποινε (axiópoine) αξιόποινη (axiópoini) αξιόποινο (axiópoino) αξιόποινοι (axiópoinoi) αξιόποινες (axiópoines) αξιόποινα (axiópoina)
[edit]
  • see: ποινή f (poiní, punishment, penalty)