Jump to content

αξιοπρέπεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ἀξιοπρέπεια (axioprépeia), synchronically from an adjective αξιοπρεπής (axioprepís).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aksioˈpɾepia/
  • Hyphenation: α‧ξι‧ο‧πρέ‧πει‧α

Noun

[edit]

αξιοπρέπεια (axioprépeiaf (plural αξιοπρέπειες)

  1. dignity, pride

Declension

[edit]
Declension of αξιοπρέπεια
singular plural
nominative αξιοπρέπεια (axioprépeia) αξιοπρέπειες (axioprépeies)
genitive αξιοπρέπειας (axioprépeias) αξιοπρεπειών (axioprepeión)
accusative αξιοπρέπεια (axioprépeia) αξιοπρέπειες (axioprépeies)
vocative αξιοπρέπεια (axioprépeia) αξιοπρέπειες (axioprépeies)
[edit]