αξιοπρέπεια
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀξιοπρέπεια
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek ἀξιοπρέπεια (axioprépeia), synchronically from an adjective αξιοπρεπής (axioprepís).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αξιοπρέπεια • (axioprépeia) f (plural αξιοπρέπειες)
- dignity, pride
Declension
[edit]Declension of αξιοπρέπεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξιοπρέπεια • | αξιοπρέπειες • |
genitive | αξιοπρέπειας • | αξιοπρεπειών • |
accusative | αξιοπρέπεια • | αξιοπρέπειες • |
vocative | αξιοπρέπεια • | αξιοπρέπειες • |
Related terms
[edit]- αναξιοπρέπεια f (anaxioprépeia, “lack of dignity”)
- αναξιοπρεπής (anaxioprepís, “undignified”, adjective)
- αξιοπρεπής (axioprepís, “dignified”, adjective)