Jump to content

αξιοκρατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιοκρατικός (axiokratikósm (feminine αξιοκρατική, neuter αξιοκρατικό)

  1. meritocratic

Declension

[edit]
Declension of αξιοκρατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοκρατικός (axiokratikós) αξιοκρατική (axiokratikí) αξιοκρατικό (axiokratikó) αξιοκρατικοί (axiokratikoí) αξιοκρατικές (axiokratikés) αξιοκρατικά (axiokratiká)
genitive αξιοκρατικού (axiokratikoú) αξιοκρατικής (axiokratikís) αξιοκρατικού (axiokratikoú) αξιοκρατικών (axiokratikón) αξιοκρατικών (axiokratikón) αξιοκρατικών (axiokratikón)
accusative αξιοκρατικό (axiokratikó) αξιοκρατική (axiokratikí) αξιοκρατικό (axiokratikó) αξιοκρατικούς (axiokratikoús) αξιοκρατικές (axiokratikés) αξιοκρατικά (axiokratiká)
vocative αξιοκρατικέ (axiokratiké) αξιοκρατική (axiokratikí) αξιοκρατικό (axiokratikó) αξιοκρατικοί (axiokratikoí) αξιοκρατικές (axiokratikés) αξιοκρατικά (axiokratiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοκρατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοκρατικός, etc.)

[edit]