Jump to content

αξιαζόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιαζόμενος (axiazómenosm (feminine αξιαζόμενη, neuter αξιαζόμενο)

  1. (idiomatic, rare) Alternative form of αξιαζούμενος (axiazoúmenos)

Declension

[edit]
Declension of αξιαζόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιαζόμενος (axiazómenos) αξιαζόμενη (axiazómeni) αξιαζόμενο (axiazómeno) αξιαζόμενοι (axiazómenoi) αξιαζόμενες (axiazómenes) αξιαζόμενα (axiazómena)
genitive αξιαζόμενου (axiazómenou) αξιαζόμενης (axiazómenis) αξιαζόμενου (axiazómenou) αξιαζόμενων (axiazómenon) αξιαζόμενων (axiazómenon) αξιαζόμενων (axiazómenon)
accusative αξιαζόμενο (axiazómeno) αξιαζόμενη (axiazómeni) αξιαζόμενο (axiazómeno) αξιαζόμενους (axiazómenous) αξιαζόμενες (axiazómenes) αξιαζόμενα (axiazómena)
vocative αξιαζόμενε (axiazómene) αξιαζόμενη (axiazómeni) αξιαζόμενο (axiazómeno) αξιαζόμενοι (axiazómenoi) αξιαζόμενες (axiazómenes) αξιαζόμενα (axiazómena)