αξιαζόμενος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αξιαζόμενος • (axiazómenos) m (feminine αξιαζόμενη, neuter αξιαζόμενο)
- (idiomatic, rare) Alternative form of αξιαζούμενος (axiazoúmenos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιαζόμενος (axiazómenos) | αξιαζόμενη (axiazómeni) | αξιαζόμενο (axiazómeno) | αξιαζόμενοι (axiazómenoi) | αξιαζόμενες (axiazómenes) | αξιαζόμενα (axiazómena) | |
genitive | αξιαζόμενου (axiazómenou) | αξιαζόμενης (axiazómenis) | αξιαζόμενου (axiazómenou) | αξιαζόμενων (axiazómenon) | αξιαζόμενων (axiazómenon) | αξιαζόμενων (axiazómenon) | |
accusative | αξιαζόμενο (axiazómeno) | αξιαζόμενη (axiazómeni) | αξιαζόμενο (axiazómeno) | αξιαζόμενους (axiazómenous) | αξιαζόμενες (axiazómenes) | αξιαζόμενα (axiazómena) | |
vocative | αξιαζόμενε (axiazómene) | αξιαζόμενη (axiazómeni) | αξιαζόμενο (axiazómeno) | αξιαζόμενοι (axiazómenoi) | αξιαζόμενες (axiazómenes) | αξιαζόμενα (axiazómena) |