Jump to content

αξιέπαινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιέπαινος (axiépainosm (feminine αξιέπαινη, neuter αξιέπαινο)

  1. meritorious, praiseworthy

Declension

[edit]
Declension of αξιέπαινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιέπαινος (axiépainos) αξιέπαινη (axiépaini) αξιέπαινο (axiépaino) αξιέπαινοι (axiépainoi) αξιέπαινες (axiépaines) αξιέπαινα (axiépaina)
genitive αξιέπαινου (axiépainou) αξιέπαινης (axiépainis) αξιέπαινου (axiépainou) αξιέπαινων (axiépainon) αξιέπαινων (axiépainon) αξιέπαινων (axiépainon)
accusative αξιέπαινο (axiépaino) αξιέπαινη (axiépaini) αξιέπαινο (axiépaino) αξιέπαινους (axiépainous) αξιέπαινες (axiépaines) αξιέπαινα (axiépaina)
vocative αξιέπαινε (axiépaine) αξιέπαινη (axiépaini) αξιέπαινο (axiépaino) αξιέπαινοι (axiépainoi) αξιέπαινες (axiépaines) αξιέπαινα (axiépaina)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιέπαινος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιέπαινος, etc.)

[edit]