Jump to content

αξεπούλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξεπούλητος (axepoúlitosm (feminine αξεπούλητη, neuter αξεπούλητο)

  1. unsold
    Synonyms: απούλητος (apoúlitos), αξόδευτος (axódeftos), απώλητος (apólitos)

Declension

[edit]
Declension of αξεπούλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξεπούλητος (axepoúlitos) αξεπούλητη (axepoúliti) αξεπούλητο (axepoúlito) αξεπούλητοι (axepoúlitoi) αξεπούλητες (axepoúlites) αξεπούλητα (axepoúlita)
genitive αξεπούλητου (axepoúlitou) αξεπούλητης (axepoúlitis) αξεπούλητου (axepoúlitou) αξεπούλητων (axepoúliton) αξεπούλητων (axepoúliton) αξεπούλητων (axepoúliton)
accusative αξεπούλητο (axepoúlito) αξεπούλητη (axepoúliti) αξεπούλητο (axepoúlito) αξεπούλητους (axepoúlitous) αξεπούλητες (axepoúlites) αξεπούλητα (axepoúlita)
vocative αξεπούλητε (axepoúlite) αξεπούλητη (axepoúliti) αξεπούλητο (axepoúlito) αξεπούλητοι (axepoúlitoi) αξεπούλητες (axepoúlites) αξεπούλητα (axepoúlita)
[edit]