Jump to content

αξεκόλλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξεκόλλητος (axekóllitosm (feminine αξεκόλλητη, neuter αξεκόλλητο)

  1. undetachable, undetached

Declension

[edit]
Declension of αξεκόλλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξεκόλλητος (axekóllitos) αξεκόλλητη (axekólliti) αξεκόλλητο (axekóllito) αξεκόλλητοι (axekóllitoi) αξεκόλλητες (axekóllites) αξεκόλλητα (axekóllita)
genitive αξεκόλλητου (axekóllitou) αξεκόλλητης (axekóllitis) αξεκόλλητου (axekóllitou) αξεκόλλητων (axekólliton) αξεκόλλητων (axekólliton) αξεκόλλητων (axekólliton)
accusative αξεκόλλητο (axekóllito) αξεκόλλητη (axekólliti) αξεκόλλητο (axekóllito) αξεκόλλητους (axekóllitous) αξεκόλλητες (axekóllites) αξεκόλλητα (axekóllita)
vocative αξεκόλλητε (axekóllite) αξεκόλλητη (axekólliti) αξεκόλλητο (axekóllito) αξεκόλλητοι (axekóllitoi) αξεκόλλητες (axekóllites) αξεκόλλητα (axekóllita)
[edit]