αξεθύμαστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξεθύμαστος (axethýmastosm (feminine αξεθύμαστη, neuter αξεθύμαστο)

  1. unabated, not calmed down
    Synonym: ακαταλάγιαστος (akatalágiastos)
    Antonym: ξεθυμασμένος (xethymasménos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξεθύμαστος (axethýmastos) αξεθύμαστη (axethýmasti) αξεθύμαστο (axethýmasto) αξεθύμαστοι (axethýmastoi) αξεθύμαστες (axethýmastes) αξεθύμαστα (axethýmasta)
genitive αξεθύμαστου (axethýmastou) αξεθύμαστης (axethýmastis) αξεθύμαστου (axethýmastou) αξεθύμαστων (axethýmaston) αξεθύμαστων (axethýmaston) αξεθύμαστων (axethýmaston)
accusative αξεθύμαστο (axethýmasto) αξεθύμαστη (axethýmasti) αξεθύμαστο (axethýmasto) αξεθύμαστους (axethýmastous) αξεθύμαστες (axethýmastes) αξεθύμαστα (axethýmasta)
vocative αξεθύμαστε (axethýmaste) αξεθύμαστη (axethýmasti) αξεθύμαστο (axethýmasto) αξεθύμαστοι (axethýmastoi) αξεθύμαστες (axethýmastes) αξεθύμαστα (axethýmasta)
[edit]