Jump to content

αξάκριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξάκριστος (axákristosm (feminine αξάκριστη, neuter αξάκριστο)

  1. untrimmed (edges)

Declension

[edit]
Declension of αξάκριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξάκριστος (axákristos) αξάκριστη (axákristi) αξάκριστο (axákristo) αξάκριστοι (axákristoi) αξάκριστες (axákristes) αξάκριστα (axákrista)
genitive αξάκριστου (axákristou) αξάκριστης (axákristis) αξάκριστου (axákristou) αξάκριστων (axákriston) αξάκριστων (axákriston) αξάκριστων (axákriston)
accusative αξάκριστο (axákristo) αξάκριστη (axákristi) αξάκριστο (axákristo) αξάκριστους (axákristous) αξάκριστες (axákristes) αξάκριστα (axákrista)
vocative αξάκριστε (axákriste) αξάκριστη (axákristi) αξάκριστο (axákristo) αξάκριστοι (axákristoi) αξάκριστες (axákristes) αξάκριστα (axákrista)